18 Μαρτίου 2014

Το «Άαα» και το «Οάα»

Δύο πλάσματα που λες, με ψυχή, μια φορά κι έναν καιρό,
γνωρίστηκαν από κοντά, κανείς δεν ξέρει πώς, κανείς δεν ξέρει πού, κανείς γιατί.
Και γελούσαν τα δυο τους κι έπαιζαν και μουθούνιζαν.
Κι ήσαν χαρούμενα. Το ένα έλεγε «Άαα» και το άλλο «Οάα».
Κι ήταν καλά. Κι ύστερα σιωπή. Κι ύστερα πάλι έπαιζαν, χουχούνιζαν και χαιρόταν
κι έλεγε το ένα «Άαα» και το άλλο «Οάα». Κι ήταν καλά.
Κάποτε φύσηξε αέρας, σηκώθη κύμα, σκόρπισαν τα φύλλα και ξάφνου βρέθηκαν
το ένα εδώ και τ' άλλο χίλια μίλια μακριά. Σάστισαν. Λυπήθηκαν. Μα ως ήσαν
έξυπνα στρώθηκαν στη δουλειά και φτιάξανε μια μηχανή που ταξίδευε μακριά τη φωνή τους.
Πήγαινε τότε το ένα μπροστά της κι έκανε «Άαα». Πήγαινε το άλλο κι έλεγε «Οάα».
Κι άκουγαν και χαίρονταν, κι ήταν καλά.

Πέρασαν εκατό χρόνια έτσι και κάθε χρόνο μια φορά γινότανε αυτό. «Άαα» έλεγε το ένα,
«Οάα» έλεγε το άλλο. Και χαίρονταν. Κι ήταν καλά.
Πενήντα χρόνια μετά την τελευταία φορά, διαβήκαν βουνά και ποτάμια, στεριές και θάλασσες
και βρέθηκαν μαζί ξανά. Κι έπαιζαν και γελούσαν και μουθούνιζαν και χουχούνιζαν.
Κι ήταν καλά.
Ύστερα χώρισαν και καθένα γύρισε στον δικό του τόπο.
Πέρασαν άλλα εκατό χρόνια έτσι και κάθε δέκα χρόνια μια φορά «Άαα» έλεγε το ένα,
«Οάα» έλεγε το άλλο. Κι άκουγαν τη φωνή και προσπαθούσαν να τη νιώσουν, να τη μυρίσουν,
να την αγγίξουν. Κι ήταν καλά.

Πέρασαν άλλα εκατό χρόνια έτσι και κάθε είκοσι
«Άαα» έκανε το ένα, «Οάα» το άλλο. Κι ήταν καλά.
Κάποια στιγμή το ένα κατάλαβε πως θα πέθαινε. Πήγε κι έγραψε «Άαα» και πέθανε.
Το άλλο πήρε τη φωνή και χάρηκε. Κι ήταν καλά.
Κι ύστερα από εκατό χρόνια, έμαθε πως πέρα εκεί, το αγαπημένο είχε πεθάνει. Ένιωσε λύπη.
Θυμόταν ακόμα το τελευταίο «Άαα». Δύο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του,
καθώς μηχανικά έκανε «Οάα». Κι άλλα δύο, καθώς σκεφτόταν πως στη σύντομη ζωή τους
θα μπορούσαν να είχανε κάνει περισσότερα.

Και πέθανε κι αυτό.


Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, Δώδεκα και Ένα Ψέματα