29 Μαΐου 2023

Εκείνος κι Εκείνη

Εκείνη ανατρέφει ένα φόβο μέσα της. Το κάνει καιρό τώρα. Έγινε μητέρα του.
Πατέρα του έκανε τον χρόνο. Στη βάφτιση ο ιερέας θα πει: φόβος ο θεός, φόβος ισχυρός, φόβος αθάνατος. Ελέησον ημάς.


Εκείνος πιστεύει πως είναι σε σύνδεση μαζί της. Θα έλεγε ότι το ξέρει -αν η γνώση ήταν πιο ισχυρή από την πίστη.

Εκείνη μπερδεύει τα νησιά. Και καταλήγει σε ξέρες που τις μπάζωσαν για να ενωθούν με τη στεριά. Έχει ξεχάσει πως αναδύθηκε απ’ τους βυθούς. Πως είναι κόρη του ουρανού.

Εκείνος ποτίζει τα λουλούδια στο μπαλκόνι. Και τα βράδια του χειμώνα, τρέμοντας από το κρύο, τους τραγουδά για την άνοιξη που θα ‘ρθει.

Εκείνη σώζει αδέσποτα από βέβαιο θάνατο. Μέσα στους τέσσερις τοίχους ένας άοκνος μπόγιας με έναν φακό και μια απόχη κυνηγάει να περιμαζέψει όσους αναστεναγμούς της ξεφεύγουνε χωρίς κολάρο.

Εκείνος όταν πέφτει να κοιμηθεί αφήνει χώρο στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού και στρώνει τα σκεπάσματα να φτάνουν για δύο. Το πρωί τον βρίσκει μπερδεμένο, αγκαλιά με το άδειο μαξιλάρι.

Εκείνη αποδέχεται την σταύρωση. Μα δεν πιστεύει στην ανάσταση. Πώς γίνεται.

Εκείνος έχει ανάψει μια μεγάλη φωτιά. Τη συντηρεί με ό,τι εύφλεκτο έχει στην κατοχή του. Όπου να ‘ναι δεν θα του έχει μείνει τίποτα να ρίξει στις φλόγες, παρεκτός απ’ τα φτερά του.

Εκείνη τακτοποιεί τα αποθέματα αγάπης της σε γυάλινες κάμαρες και τα παρατηρεί να κάθονται σιωπηλά και να ρεμβάζουν πίσω από τα τζάμια. Με αυτόν τον τρόπο η καρδιά της συνεχίζει να χτυπά. Όλο και πιο λίγο.

Εκείνος περπατάει με τις ώρες πλάι σε μια ακτογραμμή. Μια στο τόσο γυρνάει να κοιτάξει πίσω του. Από την απέναντι πλευρά δεν υπάρχει κανείς που να κάνει το ίδιο, την ίδια ακριβώς στιγμή. Έτσι το βλέμμα του ανταμώνει με το τίποτα.

Εκείνη χάραξε στον ώμο της μια φράση. Όταν ψάχνεις κάτι, κι αυτό σε αναζητά με τη σειρά του. Έπειτα πήρε σβάρνα τους δρόμους, περπατώντας ανάποδα από τη φορά τους.

Εκείνος τώρα προσεύχεται. Να προλάβουν να αγγιχτούν μια τελευταία φορά. Πριν τα χέρια γίνουν κλαδιά, τα κλαδιά γίνουν δάση και τα δάση σιωπή. Οι προσευχές του είναι ο μόνος τόπος που ζουν μαζί.

Εκείνη χάνεται στις σκέψεις της. Μα η πιο μεγάλη, η πιο επικίνδυνη απ’ όλες δεν λέει να εμφανιστεί. Όταν ανοίγει το στόμα της να μιλήσει πάντα η πρώτη λέξη είναι ψέματα.

Εκείνος βγάζει δάκρυα όπως βγάζουν τα παιδιά καινούργια δόντια. Τα μαζεύει προσεχτικά και τα πετάει πάνω στις στέγες. Όταν έχει επισκέψεις φοράει μια μασέλα από χαμόγελα. Δεν κινεί καμιά υποψία.

Εκείνη ξεκίνησε ψυχανάλυση. Ανέλυσε την ψυχή της, αφού την χώρισε σε διάφανα κομμάτια. Το ένα μετά το άλλο τα κομμάτια άρχισαν να τραγουδάνε ωσάν κελάϊδισμα πουλιών. Το τραγούδι τους, έλεγε πως κάτι λύπη. Ένα σημείο βαθιά μέσα της αναρίγησε. Δεν ήταν ανθρώπινο. 

Εκείνος ανυποψίαστος βρέθηκε με ένα διάφανο κομμάτι στην κατοχή του. Αζύγιστο. Ανυπολόγιστο. Άγνωστης προέλευσης. Το πίεσε στο στήθος του. Ταίριαζε μια χαρά. 

Εκείνη αισθάνεται ότι έχει να αντιμετωπίσει πολλά. Κάποτε τα πολλά είναι μόνο ένα. Νικάς όταν του παραδίνεσαι.

Εκείνος θεωρεί το «ευχαριστώ» βλασφημία. Άπλωσε την αλήθεια του σαν τραπεζομάντηλο και μαζεύτηκαν όλοι οι άγιοι να δειπνήσουν. Το πανί ήταν μικρό. Άγιοι και οσιομάρτυρες κάθισαν στριμωχτά.

Εκείνη αντιλήφθηκε τα ψίχουλα που έπεφταν. Τα βάφτισε ομορφόκοσμο. Έπειτα πήγε και κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι. Τότε άρχισε ο κόσμος να τραντάζεται.

Εκείνος δε θέλει να το παραδεχτεί, αλλά πάντα ήταν καλός με τα λόγια. Από τότε που την πρωτοφίλησε εκφέρει μόνο ακατανόητους φθόγγους. Τον καθησυχάζει ότι κανείς δεν το έχει προσέξει.

Εκείνη έχει πάθει πια αμνησία. Αν τον είχε μπροστά της θα αντιδρούσε φυσιολογικά. Γι’ αυτό και είναι εντάξει κάθε φορά που κοιτάζεται στον καθρέφτη.

Εκείνος λαχταράει μια παρουσία.

Εκείνη παρίσταται σε μια λαχτάρα.

Εκείνη κι εκείνος σε στάση αγκαλιάς αναπνέουν χώρια.

 

Κάπου μακριά, σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, χορεύουν οι δυο τους καθώς καταρρέουν οι σοβάδες, τμήματα της σκεπής εκρήγνυνται προς τη στρατόσφαιρα, το πάτωμα σκάει εδώ κι εκεί. Μα εκείνοι ακούνε μόνο τη μουσική.

Οτιδήποτε υπήρξε ή υπάρχει, εμείς υπόλοιποι το χρωστάμε σε τούτο το χορό.


Χρήστος Ελμάζης