22 Οκτωβρίου 2024

To Θλιμμένο Παιδί


Όταν τον συναντάμε στο παιδικό δωμάτιο, είναι ένα πληγωμένο πλάσμα που έχει χάσει τη σκιά του… αλλά δεν κλαίει για πολύ∙ σε λίγο θα μας δείξει πώς αντιδρά ένα θλιμμένο παιδί όταν χάσει τη ''φόδρα'' του, τη μόνη πραγματική απόδειξη ότι υπάρχει.
Γιατί δίχως σκιά που αποδεικνύει την υλικότητα της ύπαρξης, εύκολα μας περνάει από το μυαλό ότι δεν είμαστε παρά γέννημα της μητρικής φαντασίας.

Αυτό ειδικά το θλιμμένο παιδί είναι πολύ ελαφρύ, δεν έχει ούτε όνομα ούτε διεύθυνση ούτε μητέρα. Αυθόρμητα μας έρχεται η επιθυμία να το παρηγορήσουμε, αλλά στοπ! Προπαντός μην το αγγίξετε. Από φιλιά δεν έχει ιδέα. Γελάει, παίζει με πράγματα που δεν έχει και μοιάζει πολύ περήφανος για τον εαυτό του. Είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα για να τον θαυμάσουμε και να τον σεβαστούμε, για να κατορθώσει επιτέλους να υπάρξει στο βλέμμα ενός άλλου, ακόμη κι αν δεν μπόρεσε να υπάρξει στο βλέμμα της μητέρας του.

Όταν περάσει ο καιρός και το γνωρίσουμε, θα καταλάβουμε πως ό,τι ευγενικό, τρυφερό και μεγαλόψυχο κάνει, το κάνει μόνο και μόνο για να βάλουμε μπροστά του έναν καθρέπτη, που κοιτάζοντας μέσα του θα σχηματίσει την εντύπωση πως υπάρχει. Εκείνος που του κρατάει τον καθρέπτη πιθανόν να έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι αναντικατάστατος, δυστυχώς όμως για αυτόν, οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε να κάνει εξίσου καλά την ίδια δουλειά!

Καμιά φορά ο καθρέπτης δεν φτάνει από μόνος του να θεραπεύσει την ασήκωτη αυτή ελαφρότητα που το κατοικεί και το θλιμμένο παιδί γυρεύει άλλους τρόπους να γεμίσει το εσωτερικό του κενό. Εισβάλλει τότε σε σπίτια, παρουσιάζεται σε οικογένειες, κατακτά καρδιές, προσπαθώντας να συλλάβει την εσωτερικότητα των άλλων, να τραφεί με την ιστορία τους [ο Πίτερ θα ήθελε να αρπάξει τα παραμύθια που είχαν νανουρίσει τη Γουέντυ]. Γίνεται αληθινός πειρατής που κυνηγάει το θησαυρό του άλλου.

Η βαθιά αυτή ανάγκη που εκπέμπει το θλιμμένο παιδί είναι πολύ συγκινητική κι ορισμένοι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο θέμα αυτό. Θέλουν να επανορθώσουν την τραγωδία που μαντεύουν πίσω από το γέλιο με τα άσπρα παιδικά δοντάκια. Σ’ αυτούς ανήκε και η Γουέντυ: «Αγοράκι, γιατί κλαις;» τον ρωτάει ευγενικά.

Μπορεί το θλιμμένο παιδί να επιτρέπει στον εαυτό του όταν είναι μόνο του πού και πού να κλαίει, όμως κάτω από το βλέμμα των άλλων πρέπει πάντα να χαμογελά: ο Πήτερ πετιέται όρθιος, πλησιάζει το κρεβάτι της Γουέντυ και της κάνει μια χαριτωμένη υπόκλιση, όπως οι νεράιδες. Μιμείται καλά τις νεράιδες, θα ήθελε όμως τόσο πολύ  να ξέρει να φέρεται όπως τα αληθινά παιδιά. Έτσι, όταν ρωτάει τη Γουέντυ τ’ όνομά της, αυτή απαντά: «Γουέντυ, Μόιρα, Άντζελα Ντάρλινγκ». Όμως εκείνος δεν έχει παρά μονάχα ένα όνομα, σχετικά μικρό, «Πίτερ Παν», και μία διεύθυνση που δεν είναι διεύθυνση: «στο δεύτερο δεξιά κι ύστερα ευθεία μέχρι το πρωί».

Όταν η Γουέντυ μαθαίνει ότι ο Πίτερ δεν έχει μητέρα, αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε μια πραγματική τραγωδία. Πηδάει από το κρεβάτι της για να τον πάρει στην αγκαλιά της, όμως εκείνος τραβιέται απότομα: «δεν έκλαψα για μητέρες εγώ», λέει μάλλον αγανακτισμένος.
Μήπως φοβάται ότι μπορεί να αισθανόταν κάτι αν τον άγγιζαν;

Η Γουέντυ καταλαβαίνει τώρα γιατί έκλαιγε πριν από λίγο… Εκείνος βέβαια το αρνείται: «έκλαιγα γιατί δεν μπορώ να κολλήσω τη σκιά μου. Κι έτσι κι αλλιώς δεν έκλαιγα».

Η σκιά του Πίτερ δεν είναι σαν των άλλων παιδιών, ξεκολλάει. Εξάλλου, αναρωτιέται κανείς αν πράγματι του ανήκει ή μήπως τη βρήκε σε κανένα ταξίδι του. Μήπως είναι η σκιά κάποιου πεθαμένου παιδιού; Νομίζω ότι ο Πίτερ την έκλεψε για να προσδώσει λίγο περισσότερο βάρος στον εαυτό του, καθώς είναι τόσο ελαφρύς…
Απόδειξη ότι δεν έχει ιδέα από τι είναι φτιαγμένη η σκιά, είναι που νόμιζε ότι μπορούσε να την ξανακολλήσει με σαπούνι. Η Γουέντυ τον πείθει ότι πρέπει να ραφτεί πάνω του και ότι αυτό πονάει. Η Γουέντυ δεν είναι αποξενωμένη από τα συναισθήματά της όπως εκείνος.

Με το που ξανακόλλησε τη σκιά του, ο Πίτερ αρχίζει να μιμείται τον κόκορα, ξαναβρίσκει το κέφι και την ανεμελιά του. Μοιάζει ξαφνικά να μην έχει πλέον ανάγκη από κανέναν, και η Γουέντυ νιώθει εγκαταλελειμμένη, σαν να μην υπήρχε πια για αυτόν.
Την καθησυχάζει με τον γνωστό τρόπο των θλιμμένων παιδιών: κολακεύοντάς την. Όταν ένα θλιμμένο παιδί νιώθει λίγο χαμένο, αρκεί να του πεις πόσο καταπληκτικό, πόσο απαραίτητο είναι [να του ξανακολλήσεις τη σκιά του κατά κάποιον τρόπο] για να ξαναβρεί αμέσως τη ζωντάνια του.

Ο Πίτερ λοιπόν δοκιμάζει το ίδιο κόλπο με τη Γουέντυ:
«Γουέντυ,  ένα κορίτσι αξίζει πιο πολύ από είκοσι αγόρια!» Αμέσως η Γουέντυ θέλει να τον φιλήσει. Δυστυχώς όμως, όπως και τόσα άλλα αποκλειστικά ανθρώπινα πράγματα, το φιλί είναι κάτι που ο Πίτερ το αγνοεί. Κι είναι η σειρά της Γουέντυ να κάνει τώρα πονηριά, χαρίζοντάς του αντί για φιλί ένα κουμπί. Μήπως είχε καταλάβει ότι στον Πίτερ, για όλα τα ουσιώδη πράγματα, ήταν καλύτερο να προσφέρεις υποκατάστατα;

Συχνά, με τα θλιμμένα παιδιά που έρχονται να με δουν ανακαλύπτουμε τα υποκατάστατα που χρόνια ολόκληρα γεμίζουν την ζωή τους. Για παράδειγμα, ένας άντρας που δεν καταφέρνει να αγαπήσει μία γυναίκα – και τότε κυρίαρχη συναισθηματική θέση στη ζωή του καταλαμβάνει ένα σπορ, η δουλειά του, ή απλώς ένας σκύλος. Η αγάπη για μιαν αληθινή γυναίκα θα ήταν κάτι πολύ σοβαρό, με βαριές συνέπειες∙ έτσι κι αυτός προτιμά να μεταφέρει τα συναισθήματά του σε κάτι άλλο, έστω κι αν απέχει πολύ από εκείνο που πραγματικά επιθυμεί. Με αυτόν τον τρόπο βαδίζει δίπλα στη ζωή του.

Κάθλιν Κέλλυ Λαϊνέ



29 Μαΐου 2023

Εκείνος κι Εκείνη

Εκείνη ανατρέφει ένα φόβο μέσα της. Το κάνει καιρό τώρα. Έγινε μητέρα του.
Πατέρα του έκανε τον χρόνο. Στη βάφτιση ο ιερέας θα πει: φόβος ο θεός, φόβος ισχυρός, φόβος αθάνατος. Ελέησον ημάς.


Εκείνος πιστεύει πως είναι σε σύνδεση μαζί της. Θα έλεγε ότι το ξέρει -αν η γνώση ήταν πιο ισχυρή από την πίστη.

Εκείνη μπερδεύει τα νησιά. Και καταλήγει σε ξέρες που τις μπάζωσαν για να ενωθούν με τη στεριά. Έχει ξεχάσει πως αναδύθηκε απ’ τους βυθούς. Πως είναι κόρη του ουρανού.

Εκείνος ποτίζει τα λουλούδια στο μπαλκόνι. Και τα βράδια του χειμώνα, τρέμοντας από το κρύο, τους τραγουδά για την άνοιξη που θα ‘ρθει.

Εκείνη σώζει αδέσποτα από βέβαιο θάνατο. Μέσα στους τέσσερις τοίχους ένας άοκνος μπόγιας με έναν φακό και μια απόχη κυνηγάει να περιμαζέψει όσους αναστεναγμούς της ξεφεύγουνε χωρίς κολάρο.

Εκείνος όταν πέφτει να κοιμηθεί αφήνει χώρο στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού και στρώνει τα σκεπάσματα να φτάνουν για δύο. Το πρωί τον βρίσκει μπερδεμένο, αγκαλιά με το άδειο μαξιλάρι.

Εκείνη αποδέχεται την σταύρωση. Μα δεν πιστεύει στην ανάσταση. Πώς γίνεται.

Εκείνος έχει ανάψει μια μεγάλη φωτιά. Τη συντηρεί με ό,τι εύφλεκτο έχει στην κατοχή του. Όπου να ‘ναι δεν θα του έχει μείνει τίποτα να ρίξει στις φλόγες, παρεκτός απ’ τα φτερά του.

Εκείνη τακτοποιεί τα αποθέματα αγάπης της σε γυάλινες κάμαρες και τα παρατηρεί να κάθονται σιωπηλά και να ρεμβάζουν πίσω από τα τζάμια. Με αυτόν τον τρόπο η καρδιά της συνεχίζει να χτυπά. Όλο και πιο λίγο.

Εκείνος περπατάει με τις ώρες πλάι σε μια ακτογραμμή. Μια στο τόσο γυρνάει να κοιτάξει πίσω του. Από την απέναντι πλευρά δεν υπάρχει κανείς που να κάνει το ίδιο, την ίδια ακριβώς στιγμή. Έτσι το βλέμμα του ανταμώνει με το τίποτα.

Εκείνη χάραξε στον ώμο της μια φράση. Όταν ψάχνεις κάτι, κι αυτό σε αναζητά με τη σειρά του. Έπειτα πήρε σβάρνα τους δρόμους, περπατώντας ανάποδα από τη φορά τους.

Εκείνος τώρα προσεύχεται. Να προλάβουν να αγγιχτούν μια τελευταία φορά. Πριν τα χέρια γίνουν κλαδιά, τα κλαδιά γίνουν δάση και τα δάση σιωπή. Οι προσευχές του είναι ο μόνος τόπος που ζουν μαζί.

Εκείνη χάνεται στις σκέψεις της. Μα η πιο μεγάλη, η πιο επικίνδυνη απ’ όλες δεν λέει να εμφανιστεί. Όταν ανοίγει το στόμα της να μιλήσει πάντα η πρώτη λέξη είναι ψέματα.

Εκείνος βγάζει δάκρυα όπως βγάζουν τα παιδιά καινούργια δόντια. Τα μαζεύει προσεχτικά και τα πετάει πάνω στις στέγες. Όταν έχει επισκέψεις φοράει μια μασέλα από χαμόγελα. Δεν κινεί καμιά υποψία.

Εκείνη ξεκίνησε ψυχανάλυση. Ανέλυσε την ψυχή της, αφού την χώρισε σε διάφανα κομμάτια. Το ένα μετά το άλλο τα κομμάτια άρχισαν να τραγουδάνε ωσάν κελάϊδισμα πουλιών. Το τραγούδι τους, έλεγε πως κάτι λύπη. Ένα σημείο βαθιά μέσα της αναρίγησε. Δεν ήταν ανθρώπινο. 

Εκείνος ανυποψίαστος βρέθηκε με ένα διάφανο κομμάτι στην κατοχή του. Αζύγιστο. Ανυπολόγιστο. Άγνωστης προέλευσης. Το πίεσε στο στήθος του. Ταίριαζε μια χαρά. 

Εκείνη αισθάνεται ότι έχει να αντιμετωπίσει πολλά. Κάποτε τα πολλά είναι μόνο ένα. Νικάς όταν του παραδίνεσαι.

Εκείνος θεωρεί το «ευχαριστώ» βλασφημία. Άπλωσε την αλήθεια του σαν τραπεζομάντηλο και μαζεύτηκαν όλοι οι άγιοι να δειπνήσουν. Το πανί ήταν μικρό. Άγιοι και οσιομάρτυρες κάθισαν στριμωχτά.

Εκείνη αντιλήφθηκε τα ψίχουλα που έπεφταν. Τα βάφτισε ομορφόκοσμο. Έπειτα πήγε και κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι. Τότε άρχισε ο κόσμος να τραντάζεται.

Εκείνος δε θέλει να το παραδεχτεί, αλλά πάντα ήταν καλός με τα λόγια. Από τότε που την πρωτοφίλησε εκφέρει μόνο ακατανόητους φθόγγους. Τον καθησυχάζει ότι κανείς δεν το έχει προσέξει.

Εκείνη έχει πάθει πια αμνησία. Αν τον είχε μπροστά της θα αντιδρούσε φυσιολογικά. Γι’ αυτό και είναι εντάξει κάθε φορά που κοιτάζεται στον καθρέφτη.

Εκείνος λαχταράει μια παρουσία.

Εκείνη παρίσταται σε μια λαχτάρα.

Εκείνη κι εκείνος σε στάση αγκαλιάς αναπνέουν χώρια.

 

Κάπου μακριά, σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, χορεύουν οι δυο τους καθώς καταρρέουν οι σοβάδες, τμήματα της σκεπής εκρήγνυνται προς τη στρατόσφαιρα, το πάτωμα σκάει εδώ κι εκεί. Μα εκείνοι ακούνε μόνο τη μουσική.

Οτιδήποτε υπήρξε ή υπάρχει, εμείς υπόλοιποι το χρωστάμε σε τούτο το χορό.


Χρήστος Ελμάζης



9 Μαρτίου 2023

Μέρες Αργίας


I.
Μέρες αργές, και πιο αργές του Οκτωβρίου
αυτές οι μέρες που περνούν· επιβιώνω
μετά τον έρωτα, την ποίηση, τον πόνο,
με λίγες μόνο αμυχές προτέρου βίου.

Κυλούν οι ώρες σ' ένα πέλαγος Κυρίου,
χάρτινοι κόσμοι κυματίζουν, επανδρώνω
παλιά απόρρητα γραμμένα σ' άλλο χρόνο,
κάτι κρυφούς εορτασμούς εργαστηρίου,

κι αύτανδρος μέσα μου βυθίζομαι. Πατέρα
άλλον δεν είδα να με θέλει πιο κοντά του
απ' τον απρόσιτο προσήγορο αιθέρα·

κι όλα που κράτησα πατρώα και μητρώα,
όσα μιλούσαν κι όσα σώπασαν αθρόα,
καίνε στον ύπνο μια παράσταση θανάτου.


ΙΙ.
Τα σεραφείμ, τα χερουβείμ, οι μαύρες σκέψεις,
μέσα στο λίγο που κοιμάμαι συγυρίζουν·
βάζουν παράθυρα της νύχτας, ευμενίζουν
κλεισμένες πόρτες -περιμένουν επισκέψεις.

Κι ας διαφωνώ με τόση πένθιμη σοφία,
φιλοτεχνώ πειθήνια σε κάποιο βάζο
λουλούδια της γεντιανής κι επισκευάζω
ημερολόγια, αισθήματα, λοφία.

Λέω, θ' ανοίξει σαν αυλαία τ' όνειρό μου,
και θα παιχτεί ξανά ο πρώτος εαυτός μου,
θ' αποδοθεί επακριβώς και θα τελειώσει·

κι αυτό το άθλιο παράπηγμα του τρόμου,
αυτό το θέατρο του ειπωμένου κόσμου,
με μια πνοή βρεγμένου δρόμου θα παλιώσει.


ΙΙΙ.
Κάποτε θα 'φτασα ψηλά στην ομορφιά·
ακόμη βλέπω το κενό να κατεβάζει
πυρακτωμένο φως, κι ο ύπνος αποστάζει
πυρήνες κόσμου γαληνεύοντας βαθιά.

Μα τόσος κόπος, τόσος θάνατος, παρείλκε:
έτσι κι αλλιώς ο τόπος θα 'πιανε τραγούδι,
μόλις αμίλητος στα χείλη σαν το χνούδι,
κι αρκούσε λίγος Σολωμός ή λίγος Ρίλκε.

Ό,τι ευτύχησα να πάθω περιττεύει,
ό,τι καρπώθηκα νωρίς με καταργεί·
ένα απόγευμα ζωής να με μαγεύει,

μια καλοσύνη της ακάλεστης κι αργή,
και το τραγούδι ανεπίδοτο θ' ανέβει
μέσα σε νάρκη φθινοπώρου και σιγή.


ΙV.
Ο ουρανός δεν έχει άλλες ιστορίες,
άλλο σκοτάδι, φως κρυφό που δεν ειπώθη,
άλλη ψυχή να του χαλάμε για να κλώθει
πολέμους, έρωτες, λαμπρές εκεχειρίες.

Όμως απόψε που είχε θέατρο να φύγει,
πορφύρας άπλωμα για την υπόκλισή του,
με πυρπολεί το φως με δάφνες του απροσίτου,
όλα ισχύουν και μια δόξα τα τυλίγει.

Όλα πυργώνουν, πάλι πέφτουν, και βραδιάζει
στα χρονικά του έρωτα και του θανάτου,
σκόνη και σκύβαλα, συντρίμματα και χνώτα·

ένα μικρό παιδί μες στα σκεπάσματά του
ανοίγει πάλι λίγο κόσμο και διαβάζει
πριν κοιμηθεί σ' ένα παράπονο από φώτα.


V.
Άλλοτε θα 'παιρνες αργόπλοα τα χρόνια
όπως ανέβαιναν του ύπνου το ποτάμι·
θαμποί παράδεισοι θα 'φεγγαν απ' το τζάμι,
όχθες με λίκνισμα του θέρους και τριζόνια.

Τώρα στο βύθισμα του υπνοδότη νόμου
ακούς τη φρίκη των βωμών, όλους τους κρότους
του σαρκασμού, και στην αργή καρδιά του σκότους
μετρά τις μέρες η κραυγή του υλοτόμου.

Άλλοτε, τώρα, χρόνια μπρος και χρόνια πίσω,
ασκώ μια μάταιη χημεία· τις εικόνες
τις εμφανίζει ο ουρανός -και ποιον θα πείσω·

όταν κοιμάμαι κι ονειρεύεσαι αιώνες,
πρώτο μου πρόσωπο κομμένο στους αγκώνες,
μαντεύω λίγο ουρανό για ν' αγαπήσω.


VΙ.
Φτάνοντας, στάθηκε πριν μπει· από τις γρίλιες
το ξεχασμένο φως σκορπούσε θαλπωρή
έξω στο δρόμο που ξημέρωνε· μπορεί
σαν από πλήκτρα τ' ουρανού ν' άκουσε τρίλιες,

και σαν το θρόισμα ομήγυρης που χίλιες
και μία νύχτες γιόρτασε κι αποχωρεί·
κι ίσως φαντάστηκε να σβήνουν οι χοροί,
οι τελευταίες -σ' ένα βύθισμα- καντρίλιες.

Κάποιο σκοτάδι του σπιτιού τους είχε πάρει,
σε κάποιο γύρισμα καιρού είχαν χαθεί·
γιατί ανοίγοντας την πόρτα, στο βαθύ

που πήρε η ημέρα να χαράζει κεχριμπάρι,
είδε μεμιάς όπως αστράφτει ένα σπαθί
τη δόξα όλη να 'χει φύγει και τη χάρη.


VΙΙ.
Ένα συναίσθημα αργό, καθώς τελειώνει
κάτι που άρχισε -δεν ξέρω πόσα χρόνια·
κι είναι νωρίς ακόμη· νύχτες με τριζόνια
θα 'ρθουν πολλές, και πάντα η μνήμη θ' αλλοιώνει.

Είναι πολύ νωρίς, και η μνήμη που αραδιάζει
θαμπές μορφές απ' το βιβλίο των νεκρών,
αποτραβιέται, σαν σε γύρισμα νερών,
μ' ένα συναίσθημα αργό καθώς βραδιάζει.

Να 'ναι το σχήμα της θλιμμένης εποχής,
να 'ναι το σπίτι στη βροχή που σαν θαλάμη
μαζεύει φόβο, κι ο βυθός μιας ενοχής;

Κλείνω στο χέρι μου μια παιδική παλάμη,
και απαλά μέσα στον ύπνο της ψυχής
με νανουρίζει χαμηλόφωνο ποτάμι.


VΙΙΙ.
Κάποτε γίνεται ο φόβος του θανάτου
ύπνος βαθύς και τον σκεπάζει ο Τειρεσίας·
σαν νυχτοφύλακας σε ώρα υπηρεσίας
που αποκοιμήθηκε στην άγρυπνη σκιά του.

Γι' αυτό προσφεύγουμε στη λύπη των ονείρων
μ' ένα υπόλοιπο ντροπής κι αθανασίας,
κι ο μελανόπτερος επάνω μας σωσίας
άλλοτε σκύβει λυρικός κι άλλωτε είρων.

Κι όταν βραδιάζει σαν αθώωση του ασώτου,
κι ο ουρανός μετεωρίζεται και παίρνει
όλο το μέσα της ζωής για να νυχτώσει,

είναι επόμενο να στρέφουμε με τόση
πνοή στη μαντική του δύναμη, ωσότου
ο σπαραγμός του την καινούρια μέρα σπέρνει.


ΙΧ.
Ξέρω πως θα 'ρθει και δεν θα 'μαι όπως είμαι,
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου·
μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου,
εκεί που υψώνομαι να μάθω ότι κείμαι.

Δεν θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει,
δεν θα ρωτήσω αναιδώς, πού το κεντρί σου;
γονιός δεν θα 'ναι να μου πει, σήκω και ντύσου
καιρός να ζήσουμε, παιδί μου, ξημερώνει.

Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσσεται το φως μου,
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη,
θα 'ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει

όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου·
δεν θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει,
δεν θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου.


Χ.
Πολλά τα θραύσματα κι ανεύρετα· οι πόνοι
δεν έχουν τίποτε να πουν για την πληγή·
κάποιο σκοτάδι σου θα είχε διαρραγεί,
για να θυμάσαι τέτοιο φως να σε σηκώνει.

Και πριν τα λόγια της αγάπης γίνουν σκόνη,
πώς μεσιτεύουν οι σιωπές κι αυτομολείς
στον ουρανό, που καθρεφτίζεται πολύς,
και στον αιθέρα που παρήγορα νυχτώνει.

Κοιτάς, κι αμίλητος ο έναστρος καθρέφτης,
πέρα στη νύχτα, τόσο απέραντα παρών,
σε υποδέχεται βαθαίνοντας, και πέφτεις,

ο αφανής των κοσμημένων ημερών,
με τη βαρύτητα της πρώτης απορίας,
εδώ παράμερος, εκεί ψηλά παρίας.


ΧΙ.
Σου γράφω μέσ' από παράθυρα κλειστά,
εγώ που γιόρτασα πολύ με τους απέξω·
κι ένα που έστειλες απόψε για να παίξω
αγάπης φάντασμα, τι κόσμο συνιστά;

Σου γράφω ξέροντας, τα λόγια λιγοστά,
κλεισμένα βλέφαρα, σβησμένα μάτια -έξω
βραδιάζει δίχως αυτουργούς· σε τι να φταίξω,
ένας σωρός θλιμμένη σάρκα και οστά;

Μαντεύω πάνω μου το σχήμα τ' ουρανού,
και στο δωμάτιο πλανάται κάποιος πόνος:
είναι δικός μου, είναι μήπως αλλουνού;

Πριν κοιμηθώ σε συλλαβίζω επιμόνως,
Αγνή, Νάστια, Καρένινα, μαντάμ Αρνού.
Ποτέ δεν έμαθα να ζω τελείως μόνος.


ΧΙΙ.
Επικρατούσε μια θλιμμένη ποικιλία,
εκεί που έδυε το φως των ουρανών,
κι όπως στα νύχια σου περνούσες το μανόν,
ακολουθούσα μια κρυφή συνομιλία.

Θα μας αρκούσε μια γιορτή στη Σικελία,
ή μια παρέλαση εφίππων Ουκρανών·
μ' όλο το άφωνο βάρος των αδρανών
μελών μας πέφταμε νωρίς στην υπνηλία.

Άχαρος πίνακας ασήμαντου ζωγράφου·
να μας τιμούσε ο Μπονάρ ή ο Βερμέρ,
να μη μας έπνιγε η πρόνοια του τάφου.

Να 'ταν κι η θάλασσα η πικροκυματούσα,
να λικνιζόμαστε στους τόνους του La Mer,
κι από τα νύχια ως την κορφή να σε φιλούσα.


ΧΙΙΙ.
Οι αφανείς ημέρες, πρόθυμα ωραίες,
πόσο πιο δύσκολες στη μνήμη από τις άλλες,
που τις ακούει το μυαλό να σκάβουν σκάλες,
κι επαγρυπνούν μέσα στον ύπνο σαν κεραίες.

Κι όμως αυτές αφήνουν φως, στις πιο ακραίες
σιωπές του σώματος αργές όπως οι στάλες·
μέρες που πέρασαν αθόρυβα μεγάλες,
τόσο κοινές που δεν θα γίνουν αγοραίες.

Κι όταν ο νους κρυφά τις παίρνει και τις πλάθει,
όπως την ψίχα με τις άκρες των δαχτύλων,
σκέφτεται κάποτε πως ίσως με τα πάθη

που περισσεύουν, όταν θα 'χουν φύγει όλοι,
πάνω στην τράπεζα των ξένων και των φίλων,
βρεθούν μιας τέχνης του εφήμερης οι βόλοι.


ΧΙV.
Κι ο ουρανός προς τι τον άρρωστο καιρό,
στην τόση ένδεια του τώρα και του πέραν;
Πήγαν στον άνεμο προσκυνητές και φέραν
εικόνες κόσμου, κι ούτε μια σταλιά νερό.

Κι αυτός ο κόπος της ζωής που καρτερώ,
κι η τόση πρόγνωση εκείνων που δεν ξέραν;
Όσα ποιούμε κατ' εικόνα ημετέραν
και θα μιλούσαν, μια φορά κι έναν καιρό;

Ο μέγας θόλος ένα βύθισμα θανάτου,
ήλιοι, πλανήτες, νεφελώματα που σβήσαν,
και γαλαξίες μακρινοί τα όνειρά του.

Δεν λέω πέθανε, λέω αποκοιμήθη,
μέσα στο έναστρο στερνό του παραμύθι,
κι όλα τα πράγματα θα μείνουν όπως ήσαν.


ΧV.
Αυτό το δέντρο κι ο κρυφός κορυδαλλός του
κάτι πρεσβεύουν, προ καιρού συμφωνημένο·
μα εδώ που κάθομαι αιώνες, δεν προσμένω
κανένα μήνυμα φυγής ή κάποιου νόστου.

Ξέρω, δεν είναι λειτουργοί μεγάλου αγνώστου,
να προφητεύουν το κυρίως δεδομένο·
θάλλουν ανάμεσα στο ίδιο και στο ξένο,
εκεί που ο κόσμος επαφίεται στο φως του.

Μα εδώ στο δέντρο που μου δίνει τη σκιά του,
ο χρόνος όλος σαν παράδεισος απλώνει,
σε μια παράξενη αναίρεση θανάτου·

πέλαγος, ψίθυροι, πλαγιές, αγέρας, κλώνοι,
επαληθεύουν, κι επιτέλους ανταμώνει
ο προ αιώνων μελωδός τη δέσποινά του.


Διονύσης Καψάλης






6 Σεπτεμβρίου 2019

Θα Με Επισκεφτείς


Θα με επισκεφτείς
όπως επισκέπτονται στην κλινική τον άρρωστο
οι συγγενείς
κάνοντας φασαρία με τα δώρα τους
και φέρνοντας τη ζωή απ' έξω
ενώ αυτός
συνηθισμένος με τη σιωπή
νιώθει ανήμπορος να συνδεθεί
κι αρχίζει να κουράζεται
παρακαλώντας με το βλέμμα του να μείνει μόνος
μόνος όπως και πριν
να τους περιμένει και να τους φαντάζεται.



Χρίστος Λάσκαρης



31 Ιουλίου 2019

δωδέκατο



1.    την μοναξιά δεν μπορείς να τη γεμίσεις με ανθρώπους, γιατί η μοναξιά δεν είναι κενό, είναι εξόγκωμα

2.    για κάθε εξόγκωμα μοναξιάς υπάρχει μια κοιλότητα λαγνείας

3.    η ταχύτητα που ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου μπροστά στη θάλασσα, καθορίζει αν τα χέρια της θα σε πνίξουν ή θα σε σώσουν

4.    η ποίηση είναι μια θάλασσα που βουλιάζει προς τα πάνω

5.    η θεοποίηση είναι ένα περιτύλιγμα που πουλάνε δωδεκάχρονα πακιστανάκια στην κάνιγγος. αν δεν θυμάσαι πώς είναι η κάνιγγος, μην τολμήσεις να πατήσεις

6.    όταν κοιμόμαστε τις νύχτες, στις ντουλάπες μας κάνουν πάρτι οι αντιφάσεις της επόμενης μέρας

7.    από την άλλη, στο μαξιλάρι μας, κάνει πάρτι η ασάφεια του αληθινού μας εαυτού

8.    όταν πεθαίνουμε, το σύνολο των ερωτικών σκέψεων που έχει παράξει ο εγκέφαλός μας, μεταφρασμένο σε μηχανική ενέργεια μπορεί να κινήσει την αλυσίδα ενός ποδηλάτου για μερικά δευτερόλεπτα

9.    η απόσταση που θα διανύσει το ποδήλατο είναι η απόσταση μεταξύ του «έζησα» και του «έζησα παράφορα»

10.  τα τηλεσκόπια είναι το πιο έξυπνο κόλπο των αστεριών για να κοιτάν το μέσα μας

11.  το πιο πολύτιμο μέσα μας, κρύβεται στο εξόγκωμα της μοναξιάς μας

12.  στο χαρίζω


γιώργος δομιανός

























27 Ιουνίου 2019

Το Κράτημα


Να αρθρώνετε καθαρά παρακαλώ, όπως είπα εγώ τα λόγια μου και σας έδειξα
πώς ν' ακουμπούν μόλις στην γλώσσα σας οι λέξεις. Όμως αν το στόμα σας
έμαθε μόνο να μασάει και όχι να μιλά [όπως στους περισσότερους ανθρώπους
και σε πολλούς από τους ηθοποιούς μας], καλύτερα τα λόγια να τα πει ο διορισμένος κράχτης.
Ούτε να πριονίζετε τον αέρα με τα χέρια σας. Σε όλα να έχετε ένα κράτημα.
Να κρατιέστε γερά στον χείμαρρο, την τρικυμία , τον χαλασμό του πάθους σας.
Να δίνετε σε όλα αυτά μια απαλότητα.
Το πάθος βγαίνει πιο δυνατό άμα το αδυνατίζεις. Μου πιάνεται η ψυχή
να ακούω έναν τριχωτό ρωμαλέο τύπο περιχυμένο πούδρες να κατασπαράζει ένα πάθος.
Να το δαγκώνει με λύσσα. Να ξεκουφαίνει τους εξώστες όπου ποτέ δεν φτάνει κανένα νόημα,
μονάχα οι πόζες κι η βουή. Μου έρχεται να μαστιγώσω όλους αυτούς
που μ' έναν γελοίο οίστρο υπερπαίζουν και κάνουν τον Ηρώδη πιο Ηρώδη.
Παρακαλώ αυτά να λείψουν.


Ουίλλιαμ Σαίξπηρ



31 Ιανουαρίου 2019

Ο Ψεύτης



Εγώ την αλήθεια την αγαπώ, θα 'θελα να λέω την αλήθεια. Εκείνη δεν με πολυαγαπά. 
Αυτή είναι η καθαρή αλήθεια: απλώς η αλήθεια δεν με αγαπά! 
Μόλις την ξεστομίσω, αλλάζει και γυρνάει εναντίον μου. Αμέσως όλοι με στραβοκοιτάνε 
σα να λέω ψέματα. Κι όμως το ψέμα το σιχαίνομαι. Τ' ορκίζομαι. 
Μόνο ανυπόφορους μπελάδες και σκοτούρες φέρνει το ψέμα, τρικλοποδιές 
που σε ξαπλώνουν χάμω κι όλος ο κόσμος γελά. Όταν με ρωτάνε κάτι, θέλω αμέσως 
ν' απαντήσω μ' ειλικρίνεια. Με τρώει η αλήθεια, με πιάνει φαγούρα. Αλλά δεν ξέρω 
τι μου συμβαίνει, μια ανησυχία, μια αγωνία, ένας φόβος γελοίος...  Και λέω ψέματα.


Ζαν Κοκτώ





29 Μαΐου 2018

Χώμα Είμαστε



Χώμα είμαστε
και στο χώμα θα πάμε.
Τον ουρανό,
για λόγους που εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς,
τον επινοήσαμε.



Χρίστος Λάσκαρης





11 Μαΐου 2018

Πριν να σε Συναντήσω


Πολύ πριν να σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα. 
Πάντοτε σε περίμενα.

Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε: «τι έχεις αγόρι μου;»
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινοέφερνα το παιδικό κοντύλι
ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια
.

Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου 
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα, δεν ήτανε κανείς. 

Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά -θυμάσαι;- 

μου άπλωσες  τα χέρια σου τόσο τρυφερά 
σα να με γνώριζες από χρόνια. 


Μα και βέβαια με γνώριζες. 
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου 
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου 


Τάσος Λειβαδίτης



16 Φεβρουαρίου 2018

Ερωτικό


Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρεις είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος

Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη, πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μες στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παράθυρο σου

Το πρόσωπο μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα



Μάνος Χατζιδάκις




26 Νοεμβρίου 2017

Δούρειοι


Υπάρχουν δέντρα που μεγαλώνουν μέσα σε σπίτια.
Τρυπούν τα δοκάρια και τα ταβάνια, ψηλώνουν,
παραδίπλα οι σκάλες, τα έπιπλα,
τα ανθοδοχεία που ξεχάστηκαν αδειανά μέχρι να...,
οι φοντανιέρες παραγεμισμένες με γλυκά ούτως ώστε...

Υπάρχουν δέντρα που ξεκινούν μέσα από δωμάτια με τέσσερις τοίχους,
οι ρίζες τους ψηλαφούν τις χαραμάδες στα πλακάκια,
γαντζώνονται στα δάπεδα
και τίποτα δεν θα τα σταματήσει
μέχρι να νικήσουν τη στέγη και να βρουν ουρανό.

Υπάρχουν δέντρα,
όπως υπάρχουν τρόμοι μέσα σε ανθρώπινα σώματα,
όπως υπάρχουν σκέψεις που τελειώνουν με το μια για πάντα
μέσα σε τυχαίους συνειρμούς και άπειρες συνηθισμένες σκέψεις,
όπως υπάρχουν όνειρα μέσα σε όνειρα που δεν είναι φτιαγμένα
από το υλικό που φτιάχνονται τα όνειρα.

Υπάρχουν θλίψεις μέσα σε χαμόγελα,
αναχωρήσεις κρυμμένες σε αφίξεις,
θάνατοι, μικροί θάνατοι δίχως επικήδειους ή εκταφή στα τρία χρόνια
[κανείς δεν περνάει να δει αν είναι αναμμένο το καντηλάκι],
υπάρχουν άνεμοι μέσα σε βλέμματα,
κλουβιά πουλιών σε μπαλκόνια από μνήμες,
αγκαλιές που ο ένας έλειπε ενώ ήταν να είναι. 

Και όπως τα δέντρα στα άδεια σπίτια,
θεριεύουν, πολλαπλασιάζονται, 
γίνονται δάσος.
Αποκτούν δική τους χλωρίδα και πανίδα,
παράξενα πλάσματα αρχίζουν να ζουν εντός τους,
ο κύκλος των εποχών διαφέρει απ' τον δικό μας.

Ιδιότροποι αγέρηδες δημιουργούνται από χαμηλά βαρομετρικά,
και αν κάποιος παρείσακτος βρεθεί εκεί,
τον παίρνουν και τον σηκώνουν.

Τα χρόνια κυλάνε,
το εκάστοτε δάσος αποκτά δική του ζωή,
δική του αίσθηση, δικό του σκοπό, 
δικές του επιθυμίες  -διαφορετικές από τη ''γη'' που το φιλοξενεί ή καταλαμβάνει.
Τέλος, αποκτά συνείδηση και σιωπηλά,
δίχως τον παραμικρό θόρυβο,
ανοίγει τα μάτια. 



Χρήστος Ελμάζης







15 Νοεμβρίου 2017

Ο Δρόμος

- Να σε ρωτήσω κάτι;
- Και βέβαια. Ό,τι θες.
- Θα πεθάνουμε;
- Κάποια στιγμή. Όχι τώρα.
- Και πηγαίνουμε ακόμα νότια;
- Ναι.
- Οπότε θα ΄ναι πιο ζεστά.
- Ναι.
- Μάλιστα.
- Τι μάλιστα;
- Τίποτα... Έτσι το 'πα.
- Πέσε κοιμήσου.
- Οκέι.
- Θα σβήσω τη λάμπα τώρα. Σε πειράζει;
- Όχι. Δεν με πειράζει.
- Και πιο μετά μες στο σκοτάδι; Να σε ρωτήσω κάτι;
- Και βέβαια. Ό,τι θες.
- Τι θα 'κανες αν πέθαινα;
- Αν πέθαινες θα 'θελα να πεθάνω κι εγώ.
- Για να 'μαστε μαζί;
- Ναι. Για να 'μαστε μαζί.
- Οκέι.


Κόρμακ ΜακΚάρθυ 





12 Οκτωβρίου 2017

Το Ωραίο Καλοκαίρι


Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
Ωραίο αλλά και επικίνδυνο

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
Ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο
Όταν τον θυμηθήκανε ύστερ’ από μέρες
Σηκώσαν το καπέλο του
Δεν ήταν από κάτω

Μια πάλλευκη τουρίστρια απʼ το βορρά
Τα ʽφτιαξε με τον ήλιο
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
Σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο
Οι δικοί της τώρα την αναζητούν
Μέσω του Ερυθρού Σταυρού

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
Αν τους βαστάει τώρα
Ας με ξαναδείρουν, είπε
Πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά
Μαχαίρι και πιρούνι
Και χωρίς να τρυπηθούν
Του φάγαν την καρδιά

Ένα σκυλί κυνηγημένο
Δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε
Ύστερα έφαγε όλο το κορμί του
Έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα
Νʼ ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο

Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο
Ακίνητο ένα καλοκαίρι
Φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;

Κανείς δεν ξέρει.



Αργύρης Χιόνης 





3 Απριλίου 2017

Αλαλητήριο

Πού να πηγαίνει όλος τούτος ο κόσμος
καθώς φαίνεται να σκάει
μια μικρούλα κατεργάρα Άνοιξη;
Σαν τι να θέλει ν’ αναστήσει,
γιατί πνίγεται, γιατί πάλλεται, γιατί ξεχνιέται;

Νέοι, γέροι, πλούσιοι, φτωχοί,
στο άθλιο τούτο πανηγύρι
βρήκαν την αλήθεια τους
χωρίς να ταλανιστούν από υποψίες.
Σε μια καινούργια αλήθεια
μήπως θα θέλατε κύριε
και σεις να πιστέψετε;

Πουλιέται μόνο μερικές χιλιάδες άψυχα κουφάρια
και τα παράσημα εξασφαλισμένα.


Θωμάς Χαραλαμπίδης



27 Μαρτίου 2017

Επιστολή του Κώστα Καρυωτάκη στη Μαρία Πολυδούρη


Μαρίκα μου,

Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου.
Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό,
αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς
συχνότερα έξω. Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι
την ωραία πατρίδα σου.
Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ' αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή
σ' αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν' αγαπήσω. Τι έχω κάμει
λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη; Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου,
όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα!
Ένα «Τάκη» ή ένα «πού είσαι;» καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει,
φτάνουν βαθιά ως την καρδιά μου.
Ήθελα πράγματι να ήμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα
να 'μαστε στο χωριό αυτό των Άλπεων, καλύτερα όμως -το ομολογώ- άνθρωποι,
αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα. Εν ανάγκη δε και Φρατέλοι.
Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα για να λέμε την αγάπη μας...


Με χίλια φιλιά,
Κ.

01-06-1922

27 Ιανουαρίου 2017

Η Μέθοδος του Άρα

Μπαίνοντας ο εικοστός αιώνας, στο τελευταίο του τέταρτο,
αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί
από κάθε παιδεία. Οι κολεγιόπαιδες λύνουν εκπληκτικές εξισώσεις
με μια ευκολία που είναι να απορείς: συν, πλην, διά, επί – άρα...

Το μυστικό στη ζωή αυτή, φαίνεται, δεν είναι αν είσαι δούλος ή όχι.
Είναι να οδηγείσαι με συνέπεια σε κάποιο "άρα" και να έχεις
έτοιμη την απάντηση. Άρα, μήπως χρειάζεται ένα διαφορετικό "άρα"
που να είναι αποτέλεσμα κάποιων άλλων συστημάτων
και αλλιώς αποδεικτέων μαθηματικών;

Ίσως είναι ανάγκη στα παιδιά μας να διδάσκουμε μαζί με τα μαθηματικά
που οδήγησαν στο "άρα" της τεχνολογίας και κάποια "λυρικά μαθηματικά"
που να οδηγούν και στο "άρα" της ευαισθησίας που διπλασιάζει την ικανότητα σου
να αντιλαμβάνεσαι τη ζωή και που αποτελεί μία πρόσβαση
στο πραγματικό νόημα της ελευθερίας.

Επειδή -να το πούμε κι αυτό- ελευθερία δεν είναι να κινείσαι ανεμπόδιστα
στο πεδίο που σου έχει δοθεί. Να διερευνήσεις αυτό το πεδίο
και δη κατά τη διάσταση της αναλογίας των αισθήσεων, αυτό είναι.

Οδυσσέας Ελύτης


13 Δεκεμβρίου 2016

Στιγμές















Μας αρχίζουν με τα παραμύθια
στα γόνατα των γιαγιάδων,
μας αρχίζουν με τον πιο ακατάλληλο πρόλογο,
με την πιο επικίνδυνη εισαγωγή.


Και κάτι άλλο, φίλοι μου. Πρέπει να ξέρετε
πως απλώς διεκπεραιώνουμε ξένη αλληλογραφία,
τίποτα περισσότερο.


Ένα εγγεγραμμένο πολύγωνο σε κύκλο είμαστε.
Στις πιο καλές μας στιγμές
το πολύ πολύ ν' αγγίξουμε τον κύκλο.


Κύριοι, ο Θεός μας έκανε να περπατάμε ανύποπτοι,
γι' αυτό δεν έχουμε μάτια στην πλάτη.
Που να φανταζόταν πως αυτά πρωτίστως θα χρειαζόμαστε.


Ούτε τα μάτια ούτε τα χείλη
τα οστά μένουν,
που δεν τα λογαριάζαμε,
που δεν τα τραγουδήσαμε,
που τ’ αποκρύψαμε.


Φτιάξαμε τα ρήματα ν’ αρχίζουν με το πρώτο πρόσωπο,
φτιάξαμε τις γραμματικές ν’ αρχίζουν με τις προσωπικές αντωνυμίες.


Απάνω απ' όλα περνά η θάλασσα,
κάτω απ’ όλα περνά η θάλασσα
και καθρεφτίζει τ’ αστέρια ανάποδα
και καθρεφτίζει τον ήλιο ανάποδα
και καθρεφτίζει τα χρόνια μας ανάποδα.


Όλα όσα ζήσαμε,
όλα όσα αγαπήσαμε,
όλα όσα είπαμε δικά μας,
θα επαναλαμβάνονται στην απουσία μας
μ' άλλους να τα ζουν,
άλλους να τ΄ αγαπούν,
άλλους να τα λεν δικά τους.


Για να ξεχάσω τα μάτια σου
πρέπει να στερηθώ τον ουρανό,
πρέπει να στερηθώ την θάλασσα.


Όταν περνούσε,
οι μαγνητικές βελόνες εγκατέλειπαν το στόχο τους
για να τη δείξουν.
Όταν χαμογελούσε
τα στάχια δένονταν και ξεδένονταν
πράσινοι φιόγκοι και πλεξούδες,
ένα μικρό άστρο κοίταζε κατά τη γη και διερωτόταν.


Αυτές οι στιγμές που μόλις τελειώσουν
τις παίρνει ένα χέρι και τις πετά
χιλιάδες μίλια μακριά.


Θα ‘θελα να ‘ξερα
ποιο σκουλήκι θα κάνει την αρχή
απάνω σ’ αυτή την καρδιά
για να του σφίξω το χέρι
τώρα που μπορώ.


Θα ’πρεπε να κλείσουμε μια θετική συμφωνία
με πλήρεις λεπτομέρειες
πριν έλθουμε στη ζωή.
Τώρα όπως έγιναν τα πράγματα
κι αναπνεύσαμε άνευ όρων
η υπόθεση είναι χαμένη.


Ήταν άραγε όταν μάθαμε πως φτιαχτήκαμε από αυτή
που δώσαμε τόσο κακή σημασία στη λάσπη;


Εγώ σας λέω πως θα λυπηθεί η γη όταν μας χάσει.
Ό, τι και να ήμαστε,
ήμαστε μια ποικιλία στη ζωή της,
της δίναμε κάποιο θέαμα.


Κώστας Μόντης