Φαίνεται πια πως τίποτα -τίποτα δε μας σώζει.
Του δωματίου σου η χλιδή, η ευωδιαστή
ατμόσφαιρα,
το σώμα σου, ένα αμάλγαμα από σμάλτο και
κοράλλι,
που ως τρόπαιο, ακόλαστη, όρθωσες μπροστά μου
αχτινοβόλο,
λυτή την άγρια αφήνοντας αγέλη των ιμέρων,
όπλα σκληρά είναι που χτυπούν απελπισμένα
απόψε
τα σινικά της πλήξης μας τα τείχη!
Προς τη Σιωπή με τα πικρά και σφραγισμένα
χείλη
έχω, οδοιπόρος που η σκληρή θύελλα μαστίζει,
στρέψει.
Σ' αυτή την επικίνδυνη και σκοτεινή καμπύλη,
όταν ωραία θα φλέγεσαι, μαρμάρινη εσύ στήλη,
μη με ζητήσεις: μια κλειστή θα κρούεις και
ξένη πύλη!
Φαίνεται πια πως τίποτα -τίποτα δε μας σώζει.
Από μια κούραση βαθιά θανατωμένες πέφτουν,
πέφτουν και σήπονται σωρό των στοχασμών οι
αλκυόνες
μες στου κρανίου μας τις βουβές και
νυχτωμένες κόχες.
Κάτω απ' αυτό το αχάτινο του πολυελαίου μας
φέγγος
(σα να θρηνεί στην οροφή μια τρυφερή σελήνη!)
μες στην πυκνή κι ευωδιαστή της κοίτης σου
ατμόσφαιρα,
όπου η ηδονή σα θάνατος φενακισμένος έρπει,
μια μέθη αλλόκοτη η θολή γεύεται απόψε σκέψη:
πως ρόδα εβένινα ο ουρανός από ψηλά κυλώντας,
μια πομπική, νεκρώσιμη μας ετοιμάζει στέψη!
Καίσαρ
Εμμανουήλ, Stillae Sanguinis