Σου 'χω πει να μη χτυπάς επίμονα την πόρτα μου
-δε θα σου ανοίξω, στο 'χω πει-
δε θέλω να μπεις να με δεις να σε δω να βρεθούμε
-δε θα σου ανοίξω, στο 'χω πει-
δε θέλω να μπεις να με δεις να σε δω να βρεθούμε
Να μη χτυπάς την πόρτα μου.
Εγώ χάθηκα στους τοίχους μου που
μυρίζουν ιώδιο
κι εσύ χάθηκες στο δρόμο να βρεις
την πόρτα μου
τζάμπα κόπος- το 'ξερες πως δε θ'
ανοίξω.
Εμένα να μ' αφήσεις στους τοίχους
μου.
Δεν μπορείς όμως, κάπως σου
κάθεται στραβά
θέλεις χαμόγελα εσύ κι ωραία
λόγια, παραμύθια
παραμύθι είσαι εσύ και τα λόγια
σου και τα χαμόγελα.
Δεν ξανατραγουδάω πια για σένα.
Κι επιμένεις... Θες, λες, να με
βάλεις στον κόσμο σου
που είναι τόσο όμορφος όσο τα
σκατά όλης της γης
συγκεντρωμένα, σαν τον
συγκεντρωμένο κόσμο σου.
Να φτύσω εγώ τον κόσμο σου, να
γίνει πιο ωραίος.
Μου λες, ο κόσμος έχει στόχους
και ενδιαφέροντα. Ενδιαφέροντα,
εσύ δεν έχεις τίποτα, κάθεσαι και
χαζεύεις,
στις σκέψεις σου και σ' όνειρα
παράλογα, ένα ψέμα.
Εγώ απλά χαζεύω εσάς που ήδη
χαζέψατε.
Θέλω να ουρλιάξω το ψέμα μου
στους στόχους σου
αυτούς που σ' έβγαλαν στο δρόμο
να ψάχνεις τέλεια ρούχα,
άφθονους φίλους, μπαρ με στυλ και
άφθονο άλλο φύλο.
Σαν μια παρέλαση αφθονίας από
τίποτα, σου λέω.
Θεωρείς πως πρέπει να υπάρξω στο
σύμπαν σας με στυλ,
με κόκκινη γόβα, άπειρη ρουτίνα
και αδιάφορη μαλακία,
σ' έναν αγώνα ταχύτητας προς μια
κοινωνικά κραγμένη ηλικία
Γρήγορα γιατί ο χρόνος τρέχει σε
δουλειές, γάμους..
Έρχεσαι μου τα λες αυτά και θες
και να γελάσω
ν' ακολουθήσω, να σου πω και
μπράβο, το έχεις βρει το νόημα
εσύ να βιάζεσαι κι εγώ απλά να
υπάρχω;
Η βιασύνη σας είναι που πάγωσε
την ύπαρξή μου.
Σ' έναν στόχο ειρωνικά να γίνω
καθωσπρέπει
κι ό,τι προλάβω μέχρι εκεί και
άρχισε να τρέχεις
Τρέξε! Γλέντα! Ντύσου! Βγες! Γάμα
ρε παιδί μου.
Τα γαμήσατε όλα και μόνο που
είστε έτσι.
Έρχεσαι μου λες, φύγε από τα
βιβλία σου,
αυτοί πεθάνανε, με τους νεκρούς
θα ζήσεις;
Άμα σε σκοτώσω και ζήσω μαζί σου
θα 'ναι ωραία.
Μη χτυπάς την πόρτα μου γιατί θα
σε σκοτώσω.
Έρχεσαι μου λες, είσαι μονίμως σε
μια θλίψη...
Εσύ είσαι η θλίψη μου, που γελάς
με κάθε αηδία
με σένα θλίβομαι πιο πολύ, όχι με
τον εαυτό μου.
Πού να καταλάβεις κι εσύ,
Παν-Χαρούμενε φίλε μου.
Φαγωθήκατε να μου βάλετε την
ταμπέλα την πλην
επειδή παίζω ακόμα με τις κούκλες
μου,
έχετε δει ποτέ τις κούκλες μου;
δεν πιάνετε μια...
Εγώ παιδί ήθελα να 'μαι, όχι
Ευτυχής Ενήλιξ.
Κοίταξε, βριζόμαστε όποτε χτυπάς
την πόρτα μου
δε σε θέλω, δεν ταιριάζεις πια
στους τοίχους μου
οι φωτογραφίες κι οι νεκροί μου
πιο ζωντανοί είναι από 'σένα.
Άκου, θα σε σκοτώσω αν
ξαναχτυπήσεις.
Ή θα σκοτώσω τον εαυτό μου να μη
σ' ακούει πια.
Και το κρίμα στο λαιμό σου.
Σ' αυτόν τον ευτυχισμένο το
γαμημένο το λαιμό σου.
Αθηνά Θάνου, Η Κινηματογραφική σου Παραίσθηση και η Πλάνη του Τεξανού Σκοπευτή