Θυμάμαι θλίψη πλάι σου που έσταζε
Θυμάμαι σύννεφα υγρά που τρέχανε
και πολιτείες που είχανε γκρεμούς
και πέφτανε .
Θυμάμαι άγουρα κορίτσια τρέμανε
σε αγκαλιές που μόνο δόλο κρύβανε .
Θυμάμαι νότες βγαίναν απ’ το
τίποτα
σα σιγαλιές από νυχτιές με άστρα
ύποπτα .
Θυμάμαι ανθρώπους που τον χρόνο
αλέθανε
φτιάχναν κεντήματα
για άδεια μνήματα .
Θυμάμαι νυχτερίδες που γεννούσανε
άγια βρέφη στων θαλασσών τα κύματα .
Θυμάμαι άνεμο ιερό που γλένταγε
σε ουρανό καθάριο, αμόλυντο, σαν
κούρνιαζε .
Θυμάμαι στα δυο μάτια τους πώς
έβρεχε
και στα δυο χέρια τους η μέρα πώς
ανέτελλε .
Θυμάμαι τα παιδιά που ανασαίναν
ποιήματα
και έπεφταν σαν πουλιά στα
ηλεκτροφόρα σύρματα .
Θυμάμαι μαύρα ρούχα έκρυβαν το
δέρμα τους
μα κρίνο διάφανο, λευκό, ήταν το
γέλιο τους.
Θυμάμαι μου ‘παν θα έρθει ένα
πλοίο απ’ το διάστημα
που θα μας πάρει μακριά απ’ όλα
τα άσχημα .
Θυμάμαι ένας φίλος, που ‘φυγε
νωρίς, μας όρκισε
στα πιο μεγάλα, μακρινά άστρα να
φτάσουμε.
Και φτάσαμε.
Θάνος
Ανεστόπουλος
΄