Κυρία των μέσα
μου ανέμων,
Δεν θέλω να
αρνηθώ ό,τι ακριβώς σε οδήγησε,
Να σπείρεις
μέσα μου την ευλογία της κίνησης,
Της πράξης,
Να ρίξεις το
σκοινί,
Στο σκοτεινό
κι αλλόκοτο πηγάδι,
Που χρόνια
λαθροζούσα,
Για να βρεθώ
ξανά στο λαμπερό σου κόσμο,
Τον θαυμαστό,
Τον πληγωμένο.
Σου υπόσχομαι
να ξεκοιλιάζω κάθε βράδυ,
Τους θλιβερούς
ορίζοντες της λογικής μου,
Ν' απογειώνομαι
από τις φλούδες του γραπτού μου λόγου,
Στους
πλησιέστερους φιλάσθενους πλανήτες,
Κάθε φορά και
μ ένα αλλιώτικο τραγούδι,
Να ξεμουδιάζω
γλείφοντας τον κοφτερό σου σκελετό,
Κι ούτε ένα
Μάιο δε θ ανεχτώ,
Να σκύψει πάνω
μου,
Με λόγια
σκωπτικά,
Και σύριγγες,
Και φαγωμένα
χείλη,
Να ειρωνευτεί
την αδειανή και χυλωμένη μου πατρίδα.
Πιο
ριψοκίνδυνος κι από το Ναζωραίο,
Θα περπατήσω
πάνω απ' την κινούμενη,
Τη σαρκοφάγο
άμμο,
Που διατηρεί
απρόσιτες τις χώρες των ιερών παλιάτσων,
Και των
σεληνιασμένων γελωτοποιών,
Τραυλίζοντας
λόγια ισχνά,
Μα και
σπουδαία,
Θ' αποσυρθώ
στις προθανάτιες κοιλάδες των λοιμών,
Και της
αγάπης,
Όπου απ' το
μαύρο χώμα τους διάσπαρτα ξεφυτρώνουν,
Κορμιά
ανθρώπινα διαμελισμένα,
Πλάι στις
φεγγαρολουσμένες παπαρούνες,
Ίσως κι εγώ
εκεί να λησμονήσω τον τραυματία ουρανό,
Και ν'
αρχινήσω ένα τραγούδι που θα λέει μόνο,
Σ' αγαπώ σ'
αγαπώ.
Και σαν
τελειώνει θα σταματάνε τα ποτάμια,
Κι οι
οδοντοστοιχίες θα εκρήγνυνται,
Και θα γεμίζει
ο αέρας πέταλα καρατομημένων ανθών,
Καρπούς
γυναικείων χεριών,
Και λιωμένα
κοσμήματα.
Κυρία των μέσα
μου ανέμων,
Τιμώρησέ με αν
θες,
Γύμνασέ με στο
γέλιο και στον πόνο,
Είμαι ο
οριστικός εραστής σου,
Ο αόριστος,
Ο τωρινός και
ο παντοτινός,
Ο πιο
ανώριμος,
Ο πιο σοφός,
Τώρα πια
γνωρίζω τι μ' οδηγεί να υποτάσσομαι,
Στην
ετοιμόρροπη και ασθενική σου θέληση.
Γιάννης
Αγγελάκας