Σκότωσα άνθρωπο
επιτέλους τον ξεφορτώθηκα
με αργό ρυθμό βασανιστηρίων
τη βδελυρή μου πράξη να απολαμβάνω.
Τον κατακρεούργησα
Ψαλίδισα πρώτα το κεφάλι
μετά ξεκοίλιασα τα μάτια
αν τολμάει τώρα
ας με κοιτάξει αδιάφορα.
Άλειψα με κόλαση τον κορμό
παράδεισο να μην γνωρίσει.
Άφησα μόνο τα πόδια
κρεμασμένα σε αναπηρική κορνίζα
για παραδειγματισμό.
-Κι έγινες δήμιος
έβαψες τα χέρια σου με αίμα
μιας ανάπηρης φωτογραφίας;
Αφού δεν έφευγε τι να έκανα;
Την έδιωχνα έξω
με σπρωξιές κλοτσιές με κατάρες.
Την πέταγα στο σκουπιδιάρικο
γινόταν πολτός
Μέσα πάλι την έβρισκα
ακέραιη πάλι θρονιασμένη
στο ίδιο
πάλι αδιάφορο βλέμμα της.
-Λάθος πίκρα σκότωσες.
Αυτή που σε φαρμάκωνε
ζει.
Κική
Δημουλά, Δημόσιος Καιρός