6 Σεπτεμβρίου 2016

Κι ο Ευκάλυπτος να Έχει τη Μορφή σου

Ο ειρμός βρέθηκε
σφαγμένος από την απώλεια
πάγωσα ακαριαία
στάθηκα να κοιτώ στο φεγγαρόφωτο
τον ευκάλυπτο να έχει τη μορφή σου
-το βλέμμα μου κατορθώνει πολλά όταν φορτίζει από άστρο-
ξέρω καλά πως η εποχή πριν φύγει αλλάζει το μπεμπιλίνο της άλλης
ωπ και ωπ και σάλτα και φιγούρες
ένας κυκλικός χορός σέρνει το ανθρωπομάνι
άνθρωποι πιασμένοι απ’ το χέρι
να κυκλώνουμε το μηδέν απελπισμένοι
-δεν υπάρχει τελετή χωρίς τον κύκλο-
απελπισμένοι λέω
αφού σε τούτο το χορό ο προηγούμενος
ποθεί πάντα τον μπροστινό του
κι ο μπροστινός την μπροστινή του
και πάει λέγοντας
και χορεύουμε χωρίς να γυρνάμε πίσω το κεφάλι
ποιο είναι το όνομα σου;
έτσι οι εποχές αλλάζουν χρώμα
μα ως πότε σε ρωτώ
οι θεοί γονάτισαν μπροστά μας
ψέλνουνε το «Πιστεύω», δεν ακούς;
μας προσκυνάνε που αντέχουμε τόσο πολύ μαρτύριο
κι αντί να βγαίνουμε απ’ το χορό
εμείς εκεί
να παίρνουμε σβάρνα τα πανηγύρια του Αιγαίου
με θυμάσαι;
είχαμε στολίσει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο μαζί
κρυώνω πολύ
σαν την πατούσα ενός αρχαίου πάνω στο χιόνι
η ποίηση με ρωτάς η ποίηση
κατουρημένος χιονάνθρωπος από αδέσποτο η ποίηση
δε μιλάς
πού αποθηκεύονται οι μνήμες της ελιάς;
ένα έγκλημα πάθους στον Αμπελά
θες να με θυμάσαι;
είχαμε γδυθεί σε μια καλοκαιρινή μπόρα
τότε που είδα τον ουρανό να ανασαίνει μες στα στήθη σου
ίσως αναστέναξες τώρα δεν ξέρω
πάντως ο άνεμος αγρίεψε
τάραξε τις καμπύλες του ευκάλυπτου
η μορφή σου χάθηκε απότομα
κι άρχισα να περπατώ ξανά στο φεγγαρόφωτο μονάχος
τι είχαμε τι χάσαμε
άκουγα τις σκιομυθίες στο έδαφος αλλά δεν έδινα σημασία
μια σκιά δαγκάνα δε με φόβισε μη με αρπάξει και την πάτησα
το μόνο που με ένοιαζε τώρα
ήταν η σκέψη να σε πω Κήπο
και να φυτευτώ μέσα σου.

Καλύτερα να μαραίνεσαι τούτες τις εποχές
παρά να σαπίζεις



Σαμσών Ρακάς