4 Δεκεμβρίου 2014

Παράλογο και Πίστη

Το παράλογο, έρχεται συχνά, κατά τρόπο όλως απροσδόκητο, σε ενίσχυση της πνευματικής θεώρησης των πραγμάτων. Η θρησκεία πασχίζοντας επί αιώνες να κάνει τους ανθρώπους να εκστασιασθούν με τα «θαύματα» της δημιουργίας, λησμόνησε ότι ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι εντελώς θαυμαστό, εφόσον παραμένει αισθητό.
Όσο το δέντρο παραμένει για μας κάτι δεδομένο, κάτι φυσικά και λογικά πλασμένο ως τροφή της καμηλοπάρδαλης, δεν είναι δυνατό να νοιώσουμε θαυμασμό γι' αυτό. Μόνον όταν θα το αντικρίσουμε ως ένα τεράστιο κύμα του ζώντος εδάφους που εκτινάσσεται ψηλά στα ουράνια χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο, αποκαλυπτόμαστε, προς μεγάλη κατάπληξη του δασοφύλακα.
Αυτή η απλή αίσθηση θαυμασμού για τα σχήματα των πραγμάτων, και η πληθωρική ανεξαρτησία τους από κάθε δικό μας διανοητικό πρότυπο, από κάθε τετριμμένο ορισμό μας, είναι η βάση της πνευματικότητας αλλά και του παραλόγου επίσης.
Το παράλογο και η πίστη (όσο και αν ξενίζει η σύζευξη) είναι τα δύο ανώτατα συμβολικά αξιώματα της αλήθειας ότι το να ανασύρεις την ψυχή των πραγμάτων με το συλλογισμό είναι εξ ίσου αδύνατον, όσο το να ψαρέψεις τον Λεβιάθαν με αγκίστρι. Ο καλοπροαίρετος άνθρωπος που, μελετώντας απλώς τη λογική πλευρά των πραγμάτων, έχει καταλήξει ότι «πίστη ίσον παράλογο», δεν ξέρει πόσο λέει αλήθεια.
Αργότερα, ίσως του τύχει να ξαναγυρίσει σ' αυτό, με τη μορφή «παράλογο ίσον πίστη».


Γκίλμπερτ Κήθ Τσέστερτον