Είναι δυο άνθρωποι.
Ο ένας με μαχαίρι, ο άλλος άοπλος.
Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλον: «Θα σε σκοτώσω»
«Μα γιατί», ρωτά ο άοπλος,
Ο ένας με μαχαίρι, ο άλλος άοπλος.
Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλον: «Θα σε σκοτώσω»
«Μα γιατί», ρωτά ο άοπλος,
«τι
σου ΄χω κάνει; Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω, ούτε με ξέρεις»
«Γι' αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω. Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ' αγαπούσα»,
«Γι' αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω. Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ' αγαπούσα»,
λέει
αυτός με το μαχαίρι.
«Ή και να με μισούσες». λέει ο άοπλος,
«να με μισούσες τόσο, που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες.
«Ή και να με μισούσες». λέει ο άοπλος,
«να με μισούσες τόσο, που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες.
Γιατί
να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να γνωριστούμε»
«Κι αν σ' αγαπήσω» επιμένει ο οπλισμένος,
«Κι αν σ' αγαπήσω» επιμένει ο οπλισμένος,
«αν
σ' αγαπήσω, τι θα κάνει τούτο το μαχαίρι;»
« Ω, μη φοβάσαι» λέει ο άοπλος,
«σκοτώνει ακόμα και η αγάπη. Και τότε.. είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση»
« Ω, μη φοβάσαι» λέει ο άοπλος,
«σκοτώνει ακόμα και η αγάπη. Και τότε.. είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση»
Αργύρης Χιόνης